ἀναπλεύσῃ

ἀναπλεύσῃ
ἀναπλεύσηι , ἀνάπλευσις
separation
fem dat sg (epic)
ἀναπλέω
sail upwards
pres part act fem dat sg (epic ionic)
ἀναπλέω
sail upwards
aor subj mid 2nd sg
ἀναπλέω
sail upwards
aor subj act 3rd sg
ἀναπλέω
sail upwards
fut ind mid 2nd sg
ἀναπλόω
unfold
pres part act fem dat sg (epic ionic)
ἀναπλόω
unfold
pres part act fem dat sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανάπλευση — η η πλεύση αντίθετα με τη φορά του ρεύματος: Η ανάπλευση του ποταμιού ήταν δύσκολη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάπλευση — η (Α ἀνάπλευσις) [ἀναπλέω] νεοελλ. ο ανάπλους* αρχ. φθορά, διάβρωση, σάπισμα οστού, με αποτέλεσμα τον χωρισμό του από το σώμα …   Dictionary of Greek

  • ανάπλους — ο η ανάπλευση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”